μονώροφος

μονώροφος
η , ο [ος , ον ] одноэтажный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μονώροφος" в других словарях:

  • μονώροφος — η, ο (Μ μονώροφος, ον) αυτός που έχει έναν όροφο, ένα πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + όροφος (πρβλ. πολυ ώροφος). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • μονώροφος — η, ο (για σπίτι), που έχει ένα μόνο όροφο, πάτωμα: Μονώροφο κτίριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλύβα — Μικρό μονώροφο αγροτικό σπίτι που αποτελείται από ένα δωμάτιο, σκεπασμένο συνήθως από χόρτα και κλαδιά. Κ. λέγονται και τα πρόχειρα, κατασκευασμένα με κλαδιά και σανίδες ή καλάμια εξοχικά παραπήγματα. Στο Άγιον Όρος κ. ονομάζεται κάθε μικρή… …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονόπατος — η, ο (για οικοδομήματα) αυτός που έχει έναν μόνο όροφο ένα πάτωμα, μονώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάτος] …   Dictionary of Greek

  • μονόστεγος — η, ο (ΑΜ μονόστεγος, ον) αυτός που έχει μία μόνο στέγη, δηλ. έναν μόνον όροφο, μονώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στεγος (< στέγη)] …   Dictionary of Greek

  • μονόπατος — η, ο (για σπίτια), αυτός που έχει ένα μόνο πάτωμα, ο μονώροφος: Από τις βροχές πλημμύρισαν όλα τα μονόπατα σπίτια της περιοχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»